- ασύμφυλος
- ἀσύμφυλος, -ον (Α) [σύμφυλος]μη συγγενικός, ανόμοιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσύμφυλος — not akin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμφύλως — ἀσύμφυλος not akin adverbial ἀσύμφυλος not akin masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύμφυλον — ἀσύμφυλος not akin masc/fem acc sg ἀσύμφυλος not akin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμφύλοις — ἀσύμφυλος not akin masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμφύλους — ἀσύμφυλος not akin masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύμφυλα — ἀσύμφυλος not akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξύμφυλον — ἀσύμφυλον , ἀσύμφυλος not akin masc/fem acc sg ἀσύμφυλον , ἀσύμφυλος not akin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek